Σύνδεσμος Παραγωγών & Εμπόρων Λιπασμάτων    
Βούρβαχη 16 - 11743 - Αθήνα
+30 210 3224 872

Επίδραση της Ορθολογικής Λίπανσης στην Παραγωγή και Ποιότητα του Σιταριού

Ο βέλτιστος χρόνος εφαρμογής της Λίπανσης στο Σιτάρι, ώστε τα θρεπτικά στοιχεία να είναι διαθέσιμα για να καλύψουν τις ανάγκες της καλλιέργειας σε όλα τα στάδια ανάπτυξής της, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα επιτυχίας.

Παράλληλα, η προσθήκη της κατάλληλης ποσότητας λιπάσματος και των απαραίτητων θρεπτικών στοιχείων τόσο στα αρχικά στάδια της καλλιέργειας όσο και κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής των φυτών, εξασφαλίζει αυξημένη παραγωγή ποιοτικών προϊόντων.

Η καλλιέργεια σιταριού αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες καλλιέργειες για τη διατροφή του ανθρώπου. H παραγωγή σιταριού στην Ευρώπη το 2016/2017 αναμένεται να κυμανθεί στους 143,2 εκατομμύρια τόνους μειωμένη περίπου 7,4% σε σχέση με το χρονικό διάστημα 2015/2016 (1). Η μείωση αυτή αποδίδεται στη μείωση της παραγωγής σε μαλακό σιτάρι κυρίως στη Γαλλία, εξαιτίας κυρίως των δυσμενών κλιματικών συνθηκών που επικράτησαν. Η ζήτηση του σιταριού όμως παραμένει σταθερή και η παραγωγή του στην Ευρώπη αποτελεί μια από τις σημαντικότερες καλλιέργειες. Παράλληλα το τελευταίο διάστημα παρατηρείται μια έντονη αυξητική τάση για πρωτεϊνούχες τροφές. Το σιτάρι καλλιεργείται σε έκταση 2,2-2,3 δισ. στρέμματα παγκόσμια, ενώ στην ΕΕ καλλιεργείται σε έκταση 250-260 εκατ. στρεμμάτων με παραγωγή 130-140 εκατ. τόνους (3).


Αντίστοιχα, στην Ελλάδα το σιτάρι και κυρίως το σκληρό, εξακολουθεί και θα συνεχίσει να καταλαμβάνει σημαντικές εκτάσεις λόγω της σπουδαιότητάς του και της ποιοτικής του υπεροχής. Στη χώρα μας με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το χρονικό διάστημα 2011-2013 η μέση καλλιεργούμενη έκταση με σιτάρι ήταν περισσότερο από 6.700 χιλιάδες στρέμματα οι μέσες στρεμματικές αποδόσεις διαμορφώνονται σε 280 κιλά/στρέμμα, για το μαλακό σιτάρι και 270 κιλά/στρέμμα για το σκληρό σιτάρι (Πίνακας 1) (2).

 1

 

H ποσότητα και το είδος των θρεπτικών στοιχείων που απαιτείται να προστεθούν μέσω της λίπανσης σε μια καλλιέργεια σιταριού καθορίζονται από την  επιδιωκόμενη απόδοση σε συνδυασμό με την επιθυμητή ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος, τον εδαφικό τύπο, το γενότυπο (είδος σιταριού και ποικιλία), την απόδοση και διαχείριση των υπολειμμάτων της προηγούμενης καλλιέργειας και τις συνθήκες υγρασίας  (ύψος και κατανομή βροχόπτωσης). Εκτός από το γονότυπο των φυτών, η σωστή λίπανση του σιταριού, περισσότερο από όλους τους παράγοντες της καλλιέργειας, οδηγεί σε αύξηση των αποδόσεων (3).
Στοιχεία ενός αιώνα έδειξαν ότι η προσθήκη λιπασμάτων έχει αυξήσει την παραγωγή σιταριού κατά μέσο όρο 62% (4). Επίσης σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Ινστιτούτου Σιτηρών ΕΘΙΑΓΕ (5) η αναμενόμενη στρεμματική απόδοση των σιτηρών είναι συνάρτηση της κάλυψης των αναγκών της καλλιέργειας σε άζωτο (Πίνακας 2). Η αναμενόμενη στρεμματική απόδοση ωστόσο μπορεί να διαφοροποιηθεί από την επίδραση των υπόλοιπων παραγόντων που επηρεάζουν την καλλιέργεια (γονότυπος, εδαφικός τύπος, κλιματικές συνθήκες, καλλιεργητικές τεχνικές).

 2

Εκτός από την αύξηση της παραγωγής, η ορθολογική λίπανση συμβάλει τόσο στη βελτίωση της παραγωγής ποιοτικών προϊόντων όσο και στην προστασία του περιβάλλοντος.
Η διασφάλιση της υψηλής ποιότητας του ελληνικού σιταριού το καθιστά ανταγωνιστικό στην ευρωπαϊκή και στη διεθνή αγορά και ταυτόχρονα αποδίδει καλύτερη τιμή στον Έλληνα Παραγωγό, εξασφαλίζοντάς του ικανοποιητικό εισόδημα. Το σιτάρι υψηλής ποιότητας (ποσότητα πρωτεΐνης >13 %,υαλώδη >90%-, πολύ μικρό ποσοστό από μαύρα στίγματα <3% και έντονο κίτρινο χρώμα (5)) απολαμβάνει κατά κανόνα υψηλότερη τιμή. Επιστημονικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι η περιεκτικότατα του σιταριού σε πρωτεΐνη εξαρτάται από την επάρκεια των θρεπτικών στοιχείων του εδάφους και αυξάνεται σημαντικά όταν ακολουθείται πρόγραμμα ορθολογικής λίπανσης (3).
Ενδεικτικά αναφέρεται οτι σύμφωνα με μελέτη του Παγκόσμιου Ινστιτούτου Θρέψης Φυτών, η σχέση μεταξύ της αναμενόμενης παραγωγής κόκκων στο σιτάρι και της περιεκτικότητάς του σε πρωτεΐνη συνδέεται με την επάρκεια και την υψηλότερη παροχή  αζώτου (Διάγραμμα 1) (6).

 3

Διάγραμμα 1: Ανταπόκριση της παραγωγής και της περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη των κόκκων σιταριού στην προσθήκη Αζώτου (6).

Αντίστοιχα αποτελέσματα έχουν καταγραφεί και από τους άλλους ερευνητές. Ερευνητικά δεδομένα έδειξαν ότι η εφαρμογή αζώτου γενικά αυξάνει την παραγωγή σε ένα μέγιστο επίπεδο, ενώ η περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη μπορεί να αυξηθεί περαιτέρω όσο αυξάνεται η προσθήκη αζώτου. Συγκεκριμένα παρατήρησαν, ότι η παραγωγή είχε επιτύχει το μέγιστο όταν προστέθηκαν 9 κιλά Ν/ στρέμμα, ενώ η περιεκτικότητα των κόκκων σε πρωτεΐνη αυξανόταν γραμμικά, όταν προστέθηκαν επιπλέον 3 κιλά Ν/στρέμμα (συνολικά 12 κιλά Ν/στρέμμα) (7). Όπως φαίνεται και στον Πίνακα 3, η παραγωγή και η περιεκτικότητα των κόκκων σιταριού σε πρωτεΐνη εξαρτάται από το διαθέσιμο άζωτο στο εδαφικό διάλυμα (8).

 4

Μελέτη της ADM της Γερμανίας (9) υποστηρίζει ότι η υποβάθμιση της ποιότητας των Δανέζικων σιτηρών, όπου η περιεκτικότητα τους σε πρωτεΐνη μειώθηκε από 12% που ήταν το 1992 σε 8,4% το 2014, οφείλεται στη μείωση της λίπανσης. Αντίθετα, η ορθολογική και συστηματική λίπανση που ακολουθείται στη Γερμανία έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή σταθερής σχετικά ετήσιας ποσότητας και υψηλής σταθερής ποιότητας σιταριού.
Για την άριστη ανάπτυξη του σιταριού, είναι απαραίτητο να ικανοποιούνται οι ανάγκες της καλλιέργειας σε βασικά και σε δευτερεύοντα θρεπτικά στοιχεία και σε ιχνοστοιχεία. Τα ανόργανα θρεπτικά στοιχεία χρησιμοποιούνται από τα φυτά ως δομικά υλικά και ρυθμίζουν τις διεργασίες θρέψης τους. Το κάθε θρεπτικό στοιχείο έχει διαφορετική επίδραση στην ανάπτυξη της καλλιέργειάς, ενώ η έλλειψή του δημιουργεί πλήθος προβλημάτων τόσο στην ανάπτυξη των φυτών και στις μεταβολικές διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα εντός του φυτού όσο και στην ποσότητα και στην ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων.
Το σιτάρι έχει υψηλές απαιτήσεις σε Ν και Κ, ενώ για τη βέλτιστη ανάπτυξή του χρειάζεται ικανοποιητικές ποσότητες P, Ca, S και Mg (10). Γενικά το Ν και Κ αντιπροσωπεύουν το 80% των αναγκών θρέψης του σιταριού, ο P, το S, το Ca, και το Mg το 19%, ενώ τα ιχνοστοιχεία το 1% (11). Από τις ποσότητες θρεπτικών που προσλαμβάνει το σιτάρι περίπου το 60-80% του αζώτου και το 65-85% του φωσφόρου συσσωρεύεται στον καρπό, ενώ το 80-85% του καλίου συσσωρεύεται στα στελέχη και στα φύλλα (12).
Γίνεται επομένως αντιληπτό ότι για το σχεδιασμό ορθολογικής λίπανσης του σιταριού είναι αναγκαίο να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο οι απαιτήσεις του φυτού για κάθε θρεπτικό στοιχείο, αλλά και η αλληλεπίδραση μεταξύ των θρεπτικών στοιχείων που επηρεάζει σημαντικά την τελική πρόσληψή τους από το φυτό. Για το λόγο αυτό συνίσταται πριν την προσθήκη λιπασμάτων να πραγματοποιείται εδαφολογική ανάλυση, ώστε να προσδιορίζονται τα διαθέσιμα θρεπτικά  στοιχεία και να  προγραμματίζεται με ακρίβεια το σχέδιο ορθολογικής λίπανσης.
Επίσης, κατά τη συγκομιδή της καλλιέργειας απομακρύνεται σημαντική ποσότητα θρεπτικών στοιχείων, τα οποία είναι αναγκαίο να αναπληρώνονται για να διατηρείται η γονιμότητα των εδαφών σε ικανοποιητικό επίπεδο, έχοντας πάντα υπόψη το νόμο του ελαχίστου (Πίνακας 4) (13).

 5

Ο ρυθμός πρόσληψης των θρεπτικών στοιχείων από την καλλιέργεια σιταριού επηρεάζεται ανάλογα με το στάδιο ανάπτυξής των φυτών. Για να επιτευχθεί η βέλτιστη θρέψη των φυτών είναι αναγκαίο στο άμεσο χρονικό διάστημα μετά τη σπορά να υπάρχει επάρκεια θρεπτικών στοιχείων στο έδαφος (14). Στο σιτάρι η λίπανση γίνεται συνήθως το φθινόπωρο κατά τη σπορά (βασική λίπανση) και την άνοιξη την περίοδο που παρατηρείται μέγιστη ανάγκη της καλλιέργειας (επιφανειακή λίπανση) (Διάγραμμα 2). Επιπλέον πέρα από την αύξηση της παραγωγής στο σκληρό σιτάρι η χορήγηση της επιφανειακής λίπανσης σε δυο δόσεις παίζει σημαντικό ρόλο στη βελτίωση της ποιότητας του σπόρου. Συμπερασματικά λοιπόν η αποτελεσματικότητα της λίπανσης αυξάνεται όταν η χορήγηση του λιπάσματος γίνεται σε περισσότερες δόσεις.

Ο ρυθμός πρόσληψης των θρεπτικών στοιχείων από την καλλιέργεια σιταριού επηρεάζεται ανάλογα με το στάδιο ανάπτυξής των φυτών. Για να επιτευχθεί η βέλτιστη θρέψη των φυτών είναι αναγκαίο στο άμεσο χρονικό διάστημα μετά τη σπορά να υπάρχει επάρκεια θρεπτικών στοιχείων στο έδαφος (14). Στο σιτάρι η λίπανση γίνεται συνήθως το φθινόπωρο κατά τη σπορά (βασική λίπανση) και την άνοιξη την περίοδο που παρατηρείται μέγιστη ανάγκη της καλλιέργειας (επιφανειακή λίπανση) (Διάγραμμα 2). Επιπλέον πέρα από την αύξηση της παραγωγής στο σκληρό σιτάρι η χορήγηση της επιφανειακής λίπανσης σε δυο δόσεις παίζει σημαντικό ρόλο στη βελτίωση της ποιότητας του σπόρου. Συμπερασματικά λοιπόν η αποτελεσματικότητα της λίπανσης αυξάνεται όταν η χορήγηση του λιπάσματος γίνεται σε περισσότερες δόσεις.

6 

Διάγραμμα 2: Πρόσληψη θρεπτικών στοιχείων από το σιτάρι κατά τη διάρκεια της καλλιέργειας (14).

Η ισορροπημένη παροχή θρεπτικών στοιχείων, η αλληλεπίδραση μεταξύ των θρεπτικών στοιχείων, η γνώση των εδαφικών ιδιοτήτων, των ιδιαίτερων καλλιεργητικών συνθηκών και των κλιματικών δεδομένων της κάθε περιοχής που καλλιεργείται το σιτάρι είναι αναγκαίο να λαμβάνονται υπόψη για το σχεδιασμό του πλάνου λίπανσης, ώστε να εξασφαλιστεί το μέγιστο αποτέλεσμα.

Στα χειμερινά σιτηρά, η συνήθης πρακτική που ακολουθείται περιλαμβάνει τη βασική λίπανση πριν ή κατά τη διάρκεια της σποράς και την επιφανειακή λίπανση σε μία ή δύο δόσεις την άνοιξη. Στη βασική λίπανση προστίθεται όλη η ποσότητα του φωσφόρου και του καλίου και το 20-30% της ποσότητας του αζώτου. Η επιφανειακή λίπανση μπορεί να χορηγηθεί σε μία δόση την περίοδο του αδελφώματος ή σε δύο, ανάλογα με τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες. Στις περιοχές, όπου οι περιβαλλοντικές συνθήκες επιτρέπουν μία μόνο επιφανειακή εφαρμογή, λόγω των περιορισμένων βροχοπτώσεων, αυτή θα πρέπει να καλύπτει όλη την ποσότητα του επιφανειακού αζώτου, που αντιστοιχεί στο 70 - 80% των συνολικών του αναγκών. Ενδεικτικές ποσότητες αζώτου που απαιτούνται συνολικά στις επιφανειακές εφαρμογές των χειμερινών σιτηρών είναι για: το σκληρό σιτάρι 8-12 κιλά/στρέμμα και για το μαλακό σιτάρι 10-14 κιλά/στρέμμα.

Για άριστα αποτελέσματα προτείνεται η εφαρμογή της επιφανειακής λίπανσης σε δύο δόσεις. Σε αυτή την περίπτωση, η πρώτη δόση θα πρέπει να γίνεται από το τέλος του αδελφώματος έως την έναρξη του καλαμώματος και αντιστοιχεί στο 50% των συνολικών αναγκών των σιτηρών σε άζωτο. Η δεύτερη δόση, το υπόλοιπο 25% των συνολικών αναγκών, εφαρμόζεται από το 2ο γόνατο του καλαμώματος και εφόσον υπάρχει επάρκεια νερού έως και λίγο πριν το ξεστάχυασμα. Η 2η επιφανειακή εφαρμογή είναι πολύ σημαντική, καθώς τη συγκεκριμένη περίοδο οι ανάγκες της απορρόφησης σε άζωτο εντείνονται, ενώ συμβάλλει και στην αύξηση της πρωτεΐνης σε ποσοστό πάνω από 13%, για την παραγωγή σκληρού σιταριού εξαιρετικής ποιότητας (3).

Στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία του ΣΠΕΛ, παρατηρείται τα τελευταία χρόνια σημαντική μείωση της κατανάλωσης λιπασμάτων, γεγονός που έχει σημαντική επίδραση τόσο στην παραγωγή και ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων όσο και στη γονιμότητα των εδαφών. Οι εταιρείες μέλη του ΣΠΕΛ παρέχουν στον παραγωγό εξειδικευμένα προϊόντα συνδεδεμένα με τις ανάγκες θρέψης του φυτού, τα οποία ενσωματώνουν καινοτόμες τεχνολογίες και συγκεκριμένες λύσεις για κάθε καλλιέργεια, και εστιάζουν στις ανάγκες και τη φυσιολογία του φυτού, καθώς και την προστασία των εδαφοϋδατικών πόρων.

H ορθή χρήση λιπασμάτων οδηγεί σε αυξημένες παραγωγές γεωργικών προϊόντων υψηλής διατροφικής αξίας, με συνέπεια το κάθε ευρώ που επενδύεται για την αγορά των λιπασμάτων από τον παραγωγό να αξίζει και να του επιστρέφεται πολλαπλάσια πίσω.

Βιβλιογραφία

1. European Commission 2016. EU COP Balance sheet 2015/16 and forecast 2016/1, Committee for the Common Organisation of Agricultural Markets
2. Eλληνική Στατιστική Αρχή 2016.  Δελτίο Τύπου, Ετήσια Γεωργική Έρευνα Έτους 2013.
3. Μπιλάλης Δ., Παπαστυλιανού Π.-Θ., Τραυλός Η.Σ. 2019. Γεωργία: Φυτά Μεγάλης Καλλιέργειας. Εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα, 235-312

4. Παπακώστα–Τασοπούλου Δ. 2008. Σιτηρά: Χειμερινά-Εαρινά. Εκδόσεις Σύγχρονη Παιδεία, Θεσσαλονίκη, 1-415.  
5.Steward W. M, D. W. Dibb, A. E. Johnston and T. J. Smyth 2005. The Contribution of Commercial Fertilizer Nutrients to Food Production, Agronomy Journal 97, 1-6. Μπαξεβάνος Δ. 2011. Συνθήκες για την παραγωγή σκληρού σιταριού υψηλής ποιότητας Ινστιτούτο Σιτηρών. ΕΘΙΑΓΕ 43, 17-19
7. Bruulsema T. W., P. Heffer, R. M. Welch, I. Cakmak and K. Moran 2012. Fertilizing Crops to Improve Human Health: A Scientific Review. IPNI- IFA,1- 290.
8. Brill R., M. Gardne and G. McMullen 2012. Comparison of grain yield and grain protein concentration of commercial wheat varieties. GRDC.
9. Grains Research and Development Corporation, 2016. Wheat, Grownotes, Chapter 5 Nutrition and fertilizer, 117-154.
10. ADM Germany GmbH 2015. Market Review, 1-15.
11. Benton 1998. Journal Plant nutrition manual CRC Press LLC, Washington, USA.
12. Campillo R., J. Hirzel, and C. Jobet 2011. Fertilización del cultivo de Trigo Panadero. In: Hirzel J. (ed.) Fertilización de Cultivos en Chile. Colección Libros INIA Nº28, Chillán, Chile, 11-80.
13. Δαμαλάς Α. Χ και Κουτρούμπας Δ. Σ. 2012. Γεωργία - Κτηνοτροφία 6, 34-39.
14. Wheat Grain and Stover Nutrient Removal Charts 2011. Ag PhD.
15. Hirzel J. and P. Undurraga 2013. Nutritional Management of Cereals Cropped Under Irrigation Conditions, Chapter 5 from the Book Crop Production, 99-130.


Δρ. Γιαννακοπούλου Φωτεινή
Γενική Διευθύντρια ΣΠΕΛ
Σύνδεσμος Παραγωγών και Εμπόρων Λιπασμάτων